κόασμα

κόασμα
το , κόασμός ο кваканье

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "κόασμα" в других словарях:

  • κόασμα — το η φωνή τών βατράχων. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοάζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1782 στον Αδαμάντιο Κοραή] …   Dictionary of Greek

  • κόασμα — το, ατος η φωνή του βατράχου ή η απομίμησή της …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • βρεκεκέξ — (Α βρεκεκέξ) απομίμηση της φωνής των βατράχων. [ΕΤΥΜΟΛ. Ονοματοποιία που μιμείται το κόασμα των βατράχων] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»